λικμητής

λικμητής
λικμ-ητής, οῦ, ,
A = λικμητήρ, PFay.101.4 (i B.C.), Poll.1.222, Aq., Sm.Je.51(28).2, Serv.Dan.ad Verg.G.1.166.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • λικμητής — ο (Α λικμητής) [λικμώ] αυτός που λιχνίζει τον σίτο, λιχνιστής …   Dictionary of Greek

  • λικμηταί — λικμητής masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λικμητοῦ — λικμητής masc gen sg λικμητός winnowing masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λικμητῇ — λικμητής masc dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λικμήτωρ — λικμήτωρ, ορος, ὁ (ΑM) [λικμώ] 1. λικμητής, λιχνιστής 2. μτφ. εξολοθρευτής («λικμήτωρ ἀσεβῶν βασιλεὐς σοφός», ΠΔ) …   Dictionary of Greek

  • λικμώ — (AM λικμῶ, άω) λικμίζω, λιχνίζω («καθαροῡμεν τὸν σῑτον λικμῶντες», Ξεν.) αρχ. 1. μτφ. διασκορπίζω κάτι σαν άχυρο («καὶ λικμήσω αὐτοὺς εἰς τὰς χώρας», ΠΔ) 2. εξαφανίζω, καταστρέφω («ἐφ ὅν δ ἄν πέσῃ λικμήσει αὐτὸν», ΚΔ). [ΕΤΥΜΟΛ. Οι τ. λικμῶ,… …   Dictionary of Greek

  • λικμών — λικμών, ῶνος, ὁ (Α) [λικμώ] λικμητής, λιχνιστής …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”